τετραποδητί

τετραποδητί
ΝΑ
επίρρ. (για άνθρωπο που προχωρεί με τα χέρια και με τα πόδια) με τα τέσσερα, μπουσουλώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, -οδος + επιρρμ. κατάλ. -ητί (< ρηματ. επίθ. σε -η-τος), πρβλ. ἀμαχ-ητί, ἀτιμωρ-ητί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετραποδητί — on all fours indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδί — Α επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ί (πρβλ. ἀσιτ ί)] …   Dictionary of Greek

  • τετραποδιστί — ΜΑ επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἱππ ιστί, νομ ιστί)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”